ωριόπαις

ωριόπαις
-παιδος, ὁ, ἡ, Μ
(ως προσωνυμία τής Θεοτόκου) αυτός που έχει παιδί ώριμης ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥριος + -παῖς).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”